φεντεραλισμός

φεντεραλισμός
ο, Ν
1. θεωρία και πολιτικοφιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία η ομοσπονδιοποίηση αποτελεί τον ιδανικό τρόπο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης
2. σύστημα πολιτικής ή οικονομικής ή επαγγελματικής οργάνωσης που τείνει στον περιορισμό τής σημασίας τού κέντρου, με την παραχώρηση ευρύτερης αυτονομίας στους επιμέρους οργανισμούς οι οποίοι τήν απαρτίζουν και με τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού συστήματος
3. συνασπισμός πολιτικών ομάδων που αποσκοπούν στην ενίσχυση τής αμοιβαίας αλληλεγγύης, διατηρώντας ωστόσο την ιδιαιτερότητά τους·4. φρ. α) «διεθνής φεντεραλισμός» — συνασπισμός ανεξάρτητων κρατών τα οποία παραχωρούν ορισμένες αρμοδιότητες σε κοινά διοικητικά όργανα που, κατά κανόνα, παίρνουν τις αποφάσεις τους με βάση την αρχή τής ομοφωνίας
β) «εσωτερικός φεντεραλισμός» — ομοσπονδία ή ομοσπονδιακό κράτος, στη δικαιοδοσία τού οποίου υπάγονται τα κράτη-μέλη
γ) «εξεγέρσεις τών φεντεραλιστών» — ένοπλες αναμετρήσεις που αναστάτωσαν 60 περίπου νομούς τής νοτιοδυτικής Γαλλίας ύστερα από τον Ιούνιο τού 1793.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. federalism < federal (< λατ. foedus, -eris «συνθήκη, σπονδή») + κατάλ. -ism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φεντεραλιστής — ο, Ν ο οπαδός τού φεντεραλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. federalist (βλ. λ. φεντεραλισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”